ἀδίκει

ἀδίκει
ἀ̱δίκει , ἀδικέω
to be
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀδικέω
to be
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἀδικέω
to be
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδικεῖ — ἀδικέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀδικέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обидѣтисѧ — ОБИ|ДѢТИСѦ (3*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. Страд. к обидѣти в 1 знач.: почто хѹлю злато. а събирающаго оставль. обидитьсѧ и то само съвѧзаѥмо ѿ нихъ. (ἀδικεῖται) СбТр XII/XIII, 12 об.; мнихъ. да не стѧжеть что имьже обидѣнъ можеть быти. аще ли стѧжить… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδικητής — ο (Α ἀδικητής) [ἀδικῶ] αυτός που διαπράττει αδικία, που αδικεί, ο άδικος …   Dictionary of Greek

  • αδικητικός — ή, ό (Α ἀδικητικός, ή, όν) [ἀδικῶ] 1. αυτός που είναι επιρρεπής στην αδικία, που έχει την πρόθεση να αδικεί τους άλλους 2. άδικος, επιζήμιος …   Dictionary of Greek

  • αδικιάρης — α και ισσα, ικο [αδικία] ο επιρρεπής στο να αδικεί τους άλλους, ο φιλάδικος, ο άδικος …   Dictionary of Greek

  • αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] …   Dictionary of Greek

  • νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιαστής — ο, Ν μτφ. αυτός που καταστρέφει, που βλάπτει, που αδικεί («σφαγιαστής τής ανθρωπότητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόντού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Παγανέλης, Σπυρίδων — (Μύκονος 1852 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και νέος πήγε στην Αθήνα όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Για μια περίοδο χρημάτισε βουλευτής Κυκλάδων και κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”